Γιατί; Γιατί έτσι

Του Χρήστου Χωμενίδη

Θυμάμαι τον πατέρα μου να διηγείται την εξής ιστορία: ένας εργολάβος δημοσίων έργων κατασκεύαζε τον καιρό του εμφυλίου πολέμου δρόμους οι οποίοι οδηγούσαν στα μέτωπα, ώστε να κινείται ο Εθνικός Στρατός προς αντιμετώπιση του Δημοκρατικού Στρατού. Πονηρός και άπληστος ο εργολάβος, εξασφαλίζοντας με το αζημίωτο την ανοχή πολιτικών και γραφειοκρατών, έκανε τη δουλειά του πλημμελέστατα. Παραβίαζε συστηματικά τις προδιαγραφές, εφάρμοζε αυτοσχέδιες πατέντες, συγχωρούσε στον εαυτό του τις πιο εξόφθαλμες κακοτεχνίες. Έτσι έριχνε το κόστος και αύξαινε το κέρδος του. Μια μέρα ένας από τους δρόμους του κατέρρευσε. Μια φάλαγγα από ΡΕΟ έπεσε στον γκρεμό. Όλοι οι φαντάροι σκοτώθηκαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο μοναχογιός του, τον οποίον προόριζε για διάδοχό του στην επιχείρηση – “για εκείνον τα έκανα όλα!” σπάραζε ύστερα από τη συμφορά.

Η ιστορία συγκλονίζει. Χαράσσεται στη μνήμη. Έχει σαν τις αρχαίες τραγωδίες το τρίπτυχο “Ύβρις-Άτις-Νέμεσις”. Ένα παιδί που πληρώνει τις αμαρτίες του γονιού του. Και μια διαχρονική αλήθεια: πως κάτω από τα φουσκωμένα λόγια, τα εκκωφαντικά εμβατήρια, την εθνική κατήχηση κρύβονται συχνά τα πιο ιδιοτελή, τα ποταπότερα συμφέροντα. Ο γιος του εργολάβου δεν έπεσε ηρωικά στη μάχη, υπερασπιζόμενος τον “ελεύθερο κόσμο”. Κόπηκε στον ανθό της νιότης του εξαιτίας της σαπίλας αυτού ακριβώς του κόσμου. Προφανώς, θα μπορούσε να έχει συμβεί, με μικρές παραλλαγές, και στο αντίπαλο στρατόπεδο…

Στην ιστορία του εργολάβου αχνοφαίνεται ένας Θεός-Τιμωρός, ο οποίος ναι μεν δεν νοιώθει, δεν συγχωρεί τους ανθρώπους, δεν διαθέτει ψήγμα ενσυναίσθησης, αποδίδει εντούτοις μια μορφή δικαιοσύνης. Ένας Θεός αρχαϊκός, αμείλικτος, σκληρότατος, με μια δική του όμως στέρεα λογική. “Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις”. Μακάρι να συνέβαινε έστω και έτσι.

Η ζωή μάς το υπενθυμίζει διαρκώς. Αδιαλείπτως. Είμαστε έρμαια του τυχαίου. Αθύρματα χαοτικών συμπαντικών εξισώσεων. Καμιά δική μας συμπεριφορά, καμιά ηθική μας στάση δεν επιβραβεύεται ούτε κολάζεται πέρα από τα όρια των ανθρώπινων δυνάμεων. 

Στην ιδανική κοινωνία θα επικρατούσε αξιοκρατία, ισονομία, αλληλεγγύη. Και όμως, και εκεί ακόμα… Καλοί άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να αρρωσταίνουν, να βασανίζονται και να πεθαίνουν πριν της ώρας τους. Καθοίκια θα την πέρναγαν ζάχαρη ίσαμε τα έσχατα γεράματα. Φανατικοί του καπνού και του αλκοόλ θα την έβγαζαν καθαρή σε πείσμα των προβλέψεων. Και τύποι μετρημένοι, γυμνασμένοι, που φροντίζουν το σώμα τους σαν ναό, θα πάθαιναν καλπάζοντα καρκίνο.

Υπονοώ ότι κάλλιο να το ρίχνουμε στο σορολόπ, να ενδίδουμε στον κάθε πειρασμό; Ποσώς. Η ιατρική, η κοινή λογική πρωτίστως, διδάσκει πώς να περιορίζεις τους κινδύνους. Οι στατιστικές συνηγορούν. Μα όταν σού κληρώνει το χειρότερο -μοιραία θα σού κληρώσει κάποια μέρα- είτε επιβεβαιώνεις είτε διαψεύδεις τις στατιστικές, το ίδιο σού κάνει. “Γιατί;” ρωτάς με απελπισία. Η επιστήμη ψελλίζει κάποιες εξηγήσεις. Η μεταφυσική -με ράσα ή χωρίς- κάποιες παρηγοριές. “Γιατί έτσι!” απαντάει αδιάφορα το σύμπαν.

“Ζούμε από τύχη στην Ελλάδα!” αποφάνθηκαν κάποιοι εξ αφορμής του τρομερού σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Τους έχω νέα. Ζούμε από τύχη πάντα και παντού. Η διαδρομή μας στον πλανήτη από τη στιγμή κιόλας της σύλληψής μας αποτελεί ένα σλάλομ ανάμεσα σε θανάσιμους κινδύνους, τους οποίους συνήθως ούτε καν αντιλαμβανόμαστε. 

“Το παιδί μου σώθηκε επειδή πήρε το προηγούμενο από το μοιραίο δρομολόγιο! Άγιο είχε!” σταυροκοπιόταν χθες, στην τηλεόραση, μια μάνα. Είχε τόσο δίκιο, όσο ο παίκτης του καζίνο που παρακολουθεί την μπίλια να χοροπηδάει στη ρουλέτα και πασχίζει με ξόρκια να την κάνει να κάτσει στον αριθμό που έχει ποντάρει. Και αν δεν τον υπακούσει, την καταριέται. Και αν του κάνει το χατίρι, την αποθεώνει. Ο σοφός Σόλων το έχει άλλωστε πει, εδώ και χιλιετίες. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.

Γράφω το εγκώμιο της μοιρολατρίας; Κάθε άλλο. Το να συνειδητοποιείς πως όλα μπορεί ανά πάσα στιγμή να πάνε κατά διαόλου δεν σημαίνει ότι παραδίδεσαι αμαχητί στο πεπρωμένο σου – το οποίο, άλλωστε, δεν είναι πουθενά γραμμένο. Θωρακίζεσαι όσο καλύτερα μπορείς. Εάν δίχως ηλεκτρονική παρακολούθηση ο συρμός Αθήνα-Θεσσαλονίκη είχε μία πιθανότητα στις εκατό χιλιάδες να τρακάρει ή να εκτροχιαστεί και με ηλεκτρονική παρακολούθηση θα είχε μία στα δέκα εκατομμύρια, εκείνοι που δεν την εγκατέστησαν είναι βαριά ένοχοι. Μα όσο και να θωρακιστούμε, ο Κ.Π.Καβάφης δεν θα πάψει να επιβεβαιώνεται: “Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας κι ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μάς συνεπαίρνει.”

Πώς αντιδρά κανείς όταν συνειδητοποιεί την παντοδυναμία της τύχης, δηλαδή του χάους; Τρελαίνεται; Απελπίζεται; Στρουθοκαμηλίζει; Τον διαλύει η αίσθηση του εφήμερου, του εν τέλει μάταιου; Τον καταντάει μισάνθρωπο; Ή τον κάνει ανοιχτόκαρδο, ανοιχτοχέρη, δοτικό, βιαστικό να προσφέρει και να μοιραστεί και να χαρεί πριν πέσει το σκοτάδι; Ο καθένας την παλεύει όπως ξέρει και μπορεί.

Αφού ξεκίνησα με μια ιστορία, ας κλείσω με μιάν άλλη, πολύ πιο γνωστή. Μαζεύτηκαν ένα απόγευμα οι Εβραίοι δεσμώτες του Άουσβιτς και τα έβαλαν κάτω.”Εάν υπήρχε Θεός” συλλογίστηκαν “δεν θα επέτρεπε επ’ουδενί να υπάρξει Άουσβιτς. Εφόσον λοιπόν βρισκόμαστε στο Άουσβιτς, είναι παραπάνω από βέβαιο: Θεός δεν υπάρχει” αποφάσισαν ομόφωνα. “Πολύ ωραία η κουβέντα μας” είπε τότε ο γεροντότερος. “Χαίρομαι δε που όλοι συμφωνούμε. Πρέπει όμως να τελειώνουμε. Κοντεύει η ώρα της βραδυνής προσευχής”.

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Γιατί; Γιατί έτσι | Capital

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
youTube

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε επίσης...