Μαρίνα Ραφαήλ: Η Ελληνίδα κληρονόμος των Swarovski, στη λίστα «Forbes 30 under 30»

Αν και μόλις 23 ετών έχει καταφέρει να λανσάρει επιτυχώς μια σειρά από luxury τσάντες που πωλούνται στα κορυφαία καταστήματα του κόσμου

Η εταιρεία της, Marina Raphael, αναμένεται να διπλασιάσει τις πωλήσεις φέτος, στα 2,6 εκατ. δολάρια

Εκπροσωπεί τη χώρα μας στην κατηγορία «Τέχνες και Πολιτισμός». Η Μαρίνα, μέλος της έκτης γενιάς της οικογένειας Swarovski, ίδρυσε τη βιώσιμη εταιρεία πολυτελών τσαντών Marina Raphael, το 2018, η οποία έχει «κατακτήσει» διασημότητες όπως η Ρίτα Όρα και η Τζέσικα Άλμπα. Η εταιρεία της λειτουργεί με στόχο τη μηδενική δημιουργία απορριμμάτων και αναμένεται να διπλασιάσει τις πωλήσεις φέτος, στα 2,6 εκατ. δολάρια.

Εκλεπτυσμένοι νεωτερισμοί, έμφυτη κομψότητα και υψηλή ποιότητα χαρακτηρίζουν τις αυθεντικές δημιουργίες που θέτουν νέα όρια στους όρους πολυτελές και χειροποίητο, ακολουθώντας πιστά το όραμα της σχεδιάστριας και διεκδικώντας δυναμικά μία θέση στην παγκόσμια αγορά μόδας.

Γιατί στράφηκε στις τσάντες; Επειδή είναι επενδυτικά κομμάτια, όπως λέει η ίδια: «Και ανεξάρτητα από την ηλικία της, κάθε γυναίκα κρατάει μια τσάντα».

Oι τσάντες Marina Raphael πωλούνται μέσα από γνωστά ηλεκτρονικά καταστήματα luxury προϊόντων, όπως το Luisaviaroma, το Moda Operandi, ενώ έχουν βρεθεί και στις προθήκες των Harrods, όπως και σε τοπ μπουτίκ ανά τον κόσμο, όπως το Elyse Walker στην Καλιφόρνια, το Lianne Tio Luxury στο Ρότερνταμ, το Esmeralda στο POrta Cervo, μεταξύ άλλων.

Η Μαρίνα Ραφαήλ μεγάλωσε στην Αθήνα και είναι γόνος της οικογένειας Swarovski. Σε ηλικία μόλις 20 ετών αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα της οικογένειάς της. Στράφηκε στο χώρο των επιχειρήσεων και αφοσιώθηκε στη δημιουργία του δικού της brand. Σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, η νεαρή επιχειρηματίας έχει στήσει τη δική της επιτυχημένη εταιρεία με τσάντες που ακούει στο όνομά της.

Η εμφάνιση της πανδημίας όμως, ανέστειλε προσωρινά πολλές από τις καθημερινές μας δραστηριότητες, μία από αυτές ήταν και οι αγορές στα φυσικά καταστήματα. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων λιανικής δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες με αποτέλεσμα να βάλουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους.

«Ένας καλός επιχειρηματίας οφείλει να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε κατάσταση και να είναι σε θέση να βρίσκει γρήγορες και ευέλικτες λύσεις», δηλώνει χαρακτηριστικά η Ελληνο-Αυστριακή σχεδιάστρια.

Η εταιρεία της, όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει στα χρόνια του κορωνοϊού αλλά έσπασε και κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πωλήσεις των δημοφιλών τσαντών της εκτοξεύτηκαν στα ύψη πέρυσι. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός πως η Ελληνίδα σχεδιάστρια χαρακτηρίζεται ως μια άκρως επιτυχημένη επιχειρηματίας παρά το νεαρό της ηλικίας της.

Πώς κατάφερε να φτάσει στην κορυφή;

Μπορεί η εταιρεία να έχει την έδρα της στην Ελλάδα, ωστόσο, αν λάβουμε υπόψιν μας το μέγεθος της επιτυχίας, οι δραστηριότητές της επιχείρησης επεκτείνονται φυσικά και εκτός συνόρων. Η έδρα λοιπόν των δημοσίων σχέσεων για το εμπορικό σήμα βρίσκονται στο Λονδίνο, ο αντιπρόσωπος πωλήσεων βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, ο ποιοτικός έλεγχος στην Αυστραλία και η παραγωγή τσαντών στη Φλωρεντία.

Αφότου ξέσπασε η πανδημία, η ίδια και οι συνεργάτες της προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες ανάγκες των καταναλωτών, αποφάσισαν να επικεντρωθούν στη βελτίωση της επικοινωνιακής τους στρατηγικής δίνοντας έμφαση στη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η εταιρεία ξεκίνησε τότε συνεργασίες με διάφορες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης και της γαλλικής εταιρείας προϊόντων περιποίησης δέρματος Vichy, για να προωθήσει τα προϊόντα της. Όταν έκλεισαν τα εργοστάσια στην Ιταλία, ο ποιοτικός έλεγχος στην Αυστραλία μπόρεσε να αυξήσει την παραγωγή του και έτσι η εταιρεία της Μαρίνας Ραφαήλ δεν κατέγραψε σημαντικές ζημιές.

Μια σημαντική πρόκληση για την ίδια, ωστόσο, ήταν η επικοινωνία μέσω WhatsApp και Zoom κυρίως επειδή έπρεπε να σχεδιάσει τσάντες χωρίς να αγγίξει ποτέ τα υφάσματα ή να δει από κοντά το τελικό αποτέλεσμα. Η εταιρεία όμως, δεν μπορούσε απλώς να σταματήσει την πώληση ή την παραγωγή των προϊόντων της. «Τότε οι προμηθευτές μας θα είχαν πρόβλημα, η ομάδα παραγωγής μας θα είχε πρόβλημα. Πολλοί άνθρωποι θα έχαναν τη δουλειά τους» ,δηλώνει.

Για τον λόγο αυτό, η ίδια και η ομάδα της αποφάσισαν να ενισχύσουν το κοινωνικό προφίλ της εταιρείας δωρίζοντας το 20% των εσόδων από τις πωλήσεις σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Οι αγοραστές ήταν πρόθυμοι να ξοδέψουν χρήματα για έναν τέτοιο σκοπό. «Νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν αισθανθήκαμε ένοχοι για την προώθηση των προϊόντων μας, γιατί με κάθε πώληση βοηθούσαμε και προσφέραμε σε όσους είχαν ανάγκη», δηλώνει.

 

Facebook
X
LinkedIn
Email

Διαβάστε επίσης...